πολυδάκρῦτος

πολυδάκρῦτος
πολυ - δάκρῦτος: much wept or lamented, tearful, γόος, Ω , Od. 19.213.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυδάκρυτος — πολυδάκρῡτος , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδακρύτως — πολυδακρύ̱τως , πολυδάκρυτος muchwept adverbial πολυδακρύ̱τως , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδάκρυτον — πολυδάκρῡτον , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem acc sg πολυδάκρῡτον , πολυδάκρυτος muchwept neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιδάκρυτος — ἀμφιδάκρυτος, ον (Α) ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δακρυτός < δακρύω] …   Dictionary of Greek

  • πολυδακρύτοιο — πολυδακρύ̱τοιο , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδακρύτου — πολυδακρύ̱του , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδακρύτους — πολυδακρύ̱τους , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδακρύτων — πολυδακρύ̱των , πολυδάκρυτος muchwept masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδάκρυτα — πολυδάκρῡτα , πολυδάκρυτος muchwept neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”